δυσοσμία

δυσοσμία
η (Α δυσοσμία και -ίη και δυσοδμία)
δυσάρεστη οσμή, κακοσμία, βρόμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δυσοσμία — δυσοσμίᾱ , δυσοσμία an ill smell fem nom/voc/acc dual δυσοσμίᾱ , δυσοσμία an ill smell fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσοσμίᾳ — δυσοσμίαι , δυσοσμία an ill smell fem nom/voc pl δυσοσμίᾱͅ , δυσοσμία an ill smell fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσοσμία — η δυσάρεστη μυρουδιά, βρόμα, κακοσμία: Στην τουαλέτα υπήρχε δυσοσμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσοσμίας — δυσοσμίᾱς , δυσοσμία an ill smell fem acc pl δυσοσμίᾱς , δυσοσμία an ill smell fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσοσμίαν — δυσοσμίᾱν , δυσοσμία an ill smell fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσοσμίη — δυσοσμία an ill smell fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανιγρός — Ονομασία μικρού ποταμού της αρχαίας Τριφυλίας. Πήγαζε από το όρος Λάπιθο ή Μάκιστο, το σημερινό Καϊάφα και Σμέρνα, και χυνόταν κοντά στην πόλη Σαμικόν ή Αρήνη ή Μάκιστον, κοντά στις εκβολές του Αλφειού. Σύμφωνα με αρχαία παράδοση (λεγόταν τότε… …   Dictionary of Greek

  • βρομώ — (I) ( άω) (Μ βρομῶ, έω Α βρωμῶ ( έω)) [βρόμος (II), βρώμος (II)] μυρίζω άσχημα, αποπνέω δυσοσμία μσν. νεοελλ. 1. γίνομαι αηδιαστικός 2. προκαλώ αηδία σε κάποιον 3. μεταδίδω δυσοσμία σε κάποιον νεοελλ. 1. σαπίζω, αλλοιώνομαι 2. φρ. α) «το ένα τού… …   Dictionary of Greek

  • γράσος — ο (Α γράσος) 1. δυσοσμία τράγου, τραγίλα 2. δυσοσμία από τον ιδρώτα τών μασχαλών τών ανθρώπων, ιδρωτίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράω «καταπίνω» (πρβλ. τράγος τρώγω) με επίθημα σο . Η λ. γράσος έχει και τη σημασία «τράγος» από μετωνυμία] …   Dictionary of Greek

  • όζαινα — (Ιατρ.). Χρόνια φλεγμονή του ρινικού βλεννογόνου, που εντοπίζεται κατά προτίμηση στην κάτω ρινική κόγχη· ή ό. χαρακτηρίζεται από παρουσία πρασινωπού εκκρίματος το οποίο γρήγορα μετατρέπεται σε εφελκίδες πάνω σε έναν ατροφικό ρινικό βλεννογόνο. Σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”